σπουδή

σπουδή
σπουδή, ῆς, ἡ (s. three prec. entries; Hom.+)
swiftness of movement or action, haste, speed μετὰ σπουδῆς in haste, in a hurry (Appian, Iber. 27 §105; 28 §110; Polyb. 1, 27, 8; Herodian 3, 4, 1; 6, 4, 3; PTebt 315, 8 [II A.D.]; Ex 12:11; Wsd 19:2; JosAs 28:8 cod. A [p. 83, 9 Bat.]; Jos., Ant. 7, 223) Mk 6:25; Lk 1:39 (BHospodar, CBQ 18, ’56, 14–18 [‘seriously’]); MPol 8:3 v.l.
earnest commitment in discharge of an obligation or experience of a relationship, eagerness, earnestness, diligence, willingness, zeal oft. in Gr-Rom. lit. and ins. of extraordinary commitment to civic and religious responsibilities, which were freq. intertwined, and also of concern for personal moral excellence or optimum devotion to the interests of others (IMagnMai 53, 61; 85, 12 and 16; s. Thieme, p. 31; Larfeld I 499f; Danker, Benefactor 320f; Herm. Wr. 2, 17 σπουδὴ εὐσεβεστάτη; Jos., Ant. 13, 245; Just., D. 9, 3; Mel., HE 4, 26, 13) Ro 12:11; 2 Cor 7:11; 8:7, 8 (subj. gen.). μετὰ σπουδῆς diligently, attentively (Ps.-Aristot., De Mundo 1; SIG 611, 5; UPZ 110, 131 [164 B.C.]; 3 Macc 5:24, 27; Philo; Jos., C. Ap. 2, 42) Dg 12:1. Also ἐν σπ. Ro 12:8. σπ. ὑπέρ τινος good will toward, devotion for someone (cp. Philo, Leg. ad Gai. 242) 2 Cor 7:12; 8:16. ἐνδείκνυσθαι σπουδὴν πρός τι show earnestness in someth. Hb 6:11 (cp. Philo, Somn. 2, 67; Jos., Ant. 12, 134; Ath. 3, 2). σπουδὴν πᾶσαν παρεισενέγκαντες ἐπιχορηγήσατε make every effort to add 2 Pt 1:5 (πᾶσα σπ., a freq. formulation in civic decrees [s. the indexes in various ins. corpora]; also, inter alia, PTebt I, 33, 18f; Philo, Leg. ad Gai. 338, Sacr. Abel. 68); πᾶσαν σπ. ποιεῖσθαι (s. ποιέω 7a) be very eager w. inf. foll. (Philostrat., Ep. 1) Jd 3; πᾶσαν εἰσήγησε (=εἰσήγησαι) σπουδὴν παραγενέσθαι ἐνθάδε make every effort to come here AcPlCor 1:16. σπουδὴ τοῦ συλληφθῆναι τοιοῦτον ἄνδρα MPol 7:2.—DELG s.v. σπεύδω. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπουδή — haste fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — η 1. μελέτη, παρακολούθηση μαθημάτων: Θα πάρει αναβολή απότο στρατό λόγω σπουδών. 2. βιασύνη, γρήγορη ενέργεια: Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για αδικαιολόγητη σπουδή στην ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου. 3. προκαταρκτικό σχέδιο, σκίτσο: Ανάμεσα στα έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδῇ — σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδῆι — σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind mid 2nd sg (doric) σπουδῇ , σπουδάζω to be busy fut ind act 3rd sg (doric) σπουδῇ , σπουδή haste fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαῖς — σπουδή haste fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαί — σπουδή haste fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδήν — σπουδή haste fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”